ὑπώροφον — ὑπώροφος under the eaves masc/fem acc sg ὑπώροφος under the eaves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπώροφα — ὑπώροφος under the eaves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπώροφοι — ὑπώροφος under the eaves masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PSITHYRUS — Graece ψίθυρος, epitheton Cupidinis admodum celebre Athenis: ubi ἔρωτος quoque et Α᾿ντέρωτος templum fuit, in via ad Academiam ducente, unde populum illum ad modum amoribus deditum, colligit Franc. Rossaeus Anthol. Att. l. 4. c. 1. Ratio nominis… … Hofmann J. Lexicon universale
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
υπωροφώ — έω, Α [ὑπώροφος] σχηματίζω σκεπή … Dictionary of Greek
υπόροφος — η, ο / ὑπόροφος, ον, ΝΜΑ (δ. γρφ.) υπώροφος νεοελλ. φρ. «υπόροφη βλάστηση» ή, απλώς, «ο υπόροφος» οικολ. το σύνολο τών δέντρων και τών θάμνων που φύονται κάτω από την κομοστέγη τών δέντρων και συγκροτούν τον κύριο πληθυσμό ενός δάσους αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek